ἀπαγριόομαι
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
A become wild or savage, μή μ' ἐκπλαγῆτ' . . ἀπηγριωμένον S.Ph.226, cf. Pl.Plt.274b; ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν ἀπηγριωμένη had been made saucy by riches, Epicr.3.16. II of plants, revert to wild state, Thphr.HP2.2.9, 3.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγριόομαι: παθ., γίνομαι ἄγριος, μή μ’ ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτ’ ἀπηγριωμένον Σοφ. Φ. 226, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν [ἡ Λαῒς] ἀπηγριωμένη, ἕνεκα τῶν χρημάτων κατέστη ὅλως διόλου ἀγρία, Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 16.