ἀπάντημα
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπαντάω)
A meeting, E.Or.514. II chance, LXXEc.9.11.
German (Pape)
[Seite 278] τό, Begegnung, Eur. Or. 508.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάντημα: -ατος, τό, (ἀπαντάω) συνάντημα, οὐδ’ εἰς ἀπάντημ’, ὅστις αἷμ’ ἔχων κυρεῖ Εὐρ. Ὀρ. 514.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rencontre.
Étymologie: ἀπαντάω.