ἀπολυπραγμόνητος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Medium diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Low diacritics: απολυπραγμόνητος Capitals: ΑΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: apolypragmónētos Transliteration B: apolypragmonētos Transliteration C: apolypragmonitos Beta Code: a)polupragmo/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. -τως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.

German (Pape)

[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.