ἀποκάλυψις
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], εως, ἡ,
A uncovering, of the head, Phld.Vit.p.38J.; disclosing, of hidden springs, Plu.Aem.14: metaph., ἁμαρτίας Id.2.7of; revelation, esp. of divine mysteries, Ep.Rom.16.25, etc.; of persons, manifestation, 2 Ep.Thess.1.7, etc.; title of the Apocalypse.
German (Pape)
[Seite 305] ἡ, Enthüllung, Offenbarung, N. T.; Plut. Cat. mai. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάλυψις: -εως, ἡ, ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, φανέρωσις, δήλωσις, ἁμαρτίας Πλούτ. 2. 70F· ἀποκάλυψις, ἰδίως θείων μυστηρίων, πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 25, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, φανέρωσις, δήλωσις, Ἐπιστ. π. Θεσσ. Β΄, α΄, 7. κτλ.: - ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάνν. Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
révélation.
Étymologie: ἀποκαλύπτω.