ἀπονάρκησις
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ἀπονάρκωσις, Plu.2.652e.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, Erstarrung, Plut. Symp. 3, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονάρκησις: -εως, ἡ, = ἀπονάρκωσις, Πλούτ. 2. 652D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engourdissement.
Étymologie: ἀποναρκάω.