ἀπροστάτητος
From LSJ
English (LSJ)
[τᾰ], ον, = foreg., M.Ant.12.14; οἶκος Hierocl.p.54A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροστάτητος: [ᾰ], -ον, = τῷ προηγ., Μ. Ἀντων. 12. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans défenseur, sans guide.
Étymologie: ἀ, προστατέω.