ἀπρόσιτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unapproachable, inaccessible, ὄρη Plb.3.49.7, cf. Str. 1.3.18; φῶς 1 Ep.Ti.6.16; of persons, Cic.Att.5.20.6, cf. Plu.2.68e; καταφυγή D.S.19.96: metaph., λόγοις ἀ. παρρησία Plu.Alc.4; δύναμις τοῦ λόγου Luc.Dem.Enc.32. Adv. -τως Plu.2.45f.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, ὄρη, ἄνοδος, Pol. 3, 49, 7. 5, 24, 4; Luc. Dem. enc. 32. – Adv., Plut. de aud. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσῐτος: -ον, ἀπροσπέλαστος, ἀπλησίαστος, ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· καταφυγὴ Διόδ. 19. 96: μεταφ., παρρησία Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable, inaccessible.
Étymologie: ἀ, πρόσειμι.