ἀρύβαλλος

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύβαλλος Medium diacritics: ἀρύβαλλος Low diacritics: αρύβαλλος Capitals: ΑΡΥΒΑΛΛΟΣ
Transliteration A: arýballos Transliteration B: aryballos Transliteration C: aryvallos Beta Code: a)ru/ballos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50.    II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bourse qui s’ouvre et se ferme à l’aide de cordons;
2 vase de col étroit et de forme analogue à cette bourse.
Étymologie: ἀρύω, βάλλω.