German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Hauptmann der Seeräuber, Plut. Pomp. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν πειρατῶν, ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν, Διόδ. 20. 97, Πλουτ. Πομπ. 45.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef de pirates.
Étymologie: ἄρχω, πειρατής.