ἀστεργής
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ές,
A without love, implacable, ὀργή S.Aj.776; ἀ. τι παθεῖν something intolerable, Id.OT229. II repellent, Hp.Gland.16; unyielding, -έστερον ξύλον Id.Fract.16 (s.v.l.), cf. Ruf. ap. Orib.49.28.3.
German (Pape)
[Seite 375] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεργής: -ές, μὴ ἐπιθυμητός, φοβερός, ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, ἄλλο μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 haineux, implacable;
2 non aimable, pénible, intolérable.
Étymologie: ἀ, στέργω.