ἀτμιδώδης
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
ες,
A vaporous, ἀναθυμίασις Arist.Mete.341b8 (Comp.),360a9; ὁ βορέας ib.358a35; ἀήρ Id.GA786a12. II full of vapour, γῆ Clidem. ap. Thphr.CP3.23.2.
German (Pape)
[Seite 387] ες, dunstig, voll Dampf, Arist. Meteor. 1, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ἀτμοειδής, ἀτμώδης, περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 2., 2. 4, 3, κ. ἀλλ.· ὁ βορέας αὐτόθι 2. 3, 25· ἀὴρ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 6.