ἀφηρωΐζω
From LSJ
English (LSJ)
aor. -ηρώϊξα, (ἥρως)
A canonize as a hero, IG12(3).864, al. (Thera).
German (Pape)
[Seite 410] dor. ἀφηροΐζω, zum Heros machen, Inscr. 2468 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηρωΐζω: ἀόρ. -ηρώϊξα (ἥρως), ἀνακηρύττω, καθιερῶ τινα ὡς ἥρωα, ὁ δᾶμος Εὐάνασσαν Κρινοτέλους... διὰ τὰς εἰς αὐτὸν εὐεργεσίας ἀφηρώϊξε Ἐπιγρ. Ἀνάφης 3437, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2467-73, 2480, κ. ἀλλ. (σ. 1078 κἑξ.).