ἀφηρωΐζω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
aor. -ηρώϊξα, (ἥρως) canonize as a hero, IG12(3).864, al. (Thera).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀφηρώϊξα IG 12(3).281 (Anafe), 864 (Tera), ἀφηρόϊσεν IGBulg.3.1005.1 (Filipópolis)]
1 consagrar como héroe, heroizar c. ac. de la pers. consagrada ὁ δᾶμος ἀφηρώϊζ' Εὐθυμίδα IG 12(3).281 (Anafe), cf. 864, 877 (Tera), ἡ πόλις ... Εἰνά[λιον] ... ἀφήρῳσεν IG 4.797.6 (Trezén), en v. pas. φροντίσαι ... ὅπως ἀφηρωϊσθεῖ Διονύσιος καὶ ἀνατεθεῖ ἐν τῷ ἱερῷ IG 22.1326.45 (II a.C.).
2 consagrar, dedicar en v. pas. ναὸν καὶ ἄλσος ἀφηρωϊσμένον ICr.3.4.38.9 (Itanos I a.C.), ἀφηρωϊσθήσεται ἡ σορός MAMA 8.564.9 (Afrodisias).
3 honrar con una tumba, c. ac. de pers. αὑτὸν ἀφηρόϊσεν IGBulg.l.c., cf. 1014.6, 1383.1 (Filipópolis), ἀφηρόϊσα Ῥουφείνα τὸ<ν> ἴ[δ] ιον υἱόν IG 12(3).942 (Tera).
German (Pape)
[Seite 410] dor. ἀφηροΐζω, zum Heros machen, Inscr. 2468 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηρωΐζω: ἀόρ. -ηρώϊξα (ἥρως), ἀνακηρύττω, καθιερῶ τινα ὡς ἥρωα, ὁ δᾶμος Εὐάνασσαν Κρινοτέλους... διὰ τὰς εἰς αὐτὸν εὐεργεσίας ἀφηρώϊξε Ἐπιγρ. Ἀνάφης 3437, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2467-73, 2480, κ. ἀλλ. (σ. 1078 κἑξ.).