ἄχρωμος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον, = foreg. 2, Hp.Epid.7.122, Artem.4.44: Comp.,
A οὐδὲν -ότερον Hierocl.Facet.203:—hence Subst. ἀχρωμία, ἡ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 420] 1) dasselbe. – 2) schamlos, πορνείη Hippocr., wie ἐργασία ἄχρωμος Artemid. 4, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρωμος: -ον, ὁ μὴ ἔχων χρῶμα, μὴ ἐρυθριῶν, ἀναίσχυντος, Ἱππ. 1240D· ἀναιδής, Σουΐδ.