German (Pape)
[Seite 488] erdbeschreibend, ὁ, der Geograph; so heißt bes. Strabo bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
γεωγράφος: [ᾰ], -ον, (γῆ, γράφω) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ γεωγράφος, ὁ Στράβων, συχν. παρ᾿ Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géographe.
Étymologie: γῆ, γράφω.