διαβήτης

From LSJ
Revision as of 19:23, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβήτης Medium diacritics: διαβήτης Low diacritics: διαβήτης Capitals: ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Transliteration A: diabḗtēs Transliteration B: diabētēs Transliteration C: diavitis Beta Code: diabh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (διαβαίνω)

   A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003.    2 carpenter's or stonemason's rule, ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20 (Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb.56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765.    II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29.    III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.

Greek (Liddell-Scott)

διαβήτης: -ου, ὁ, (διαβαίνω) τὸ γνωστὸν ἐργαλεῖον κληθὲν οὕτως ἐκ τῶν διεστώτων αὐτοῦ σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' ἄνευ λόγου). ΙΙ. ὁ σίφων (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ νόσος διαβήτης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 compas;
2 fil à plomb.
Étymologie: διαβαίνω.