δημοσιώνης
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ου, ὁ,
A farmer of the revenue, Str.12.3.40, D.S.34.38,al., OGI629.25 (Palmyra), IG7.413 (Oropus), POxy.44.8 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 564] ὁ, Pächter der Staatszölle, publicanus, Strab. 4, 6, 7; D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσιώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· ἐντεῦθεν δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ γραφεῖον ἢ κατάστημα τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui prend à ferme les revenus de l’État, publicain.
Étymologie: δημόσιος, ὠνέομαι.