δημόομαι

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόομαι Medium diacritics: δημόομαι Low diacritics: δημόομαι Capitals: ΔΗΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dēmóomai Transliteration B: dēmoomai Transliteration C: dimoomai Beta Code: dhmo/omai

English (LSJ)

Dor. δαμ-,

   A sing a popular song (cf. δάμωμα), γλυκύ τι δαμωσόμεθα Pi.I.8(7).9; δημούμενον λέγειν talk ad captandum, Pl. Tht.161e; also δ. ἱερὰς ἐσθῆτας display, Jul.Ep.89b (s. v. l.).    II Pass., to be made public, D.C.53.19,Fr.57.80.

German (Pape)

[Seite 563] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

δημόομαι: Δωρ. δαμ-, μέσ., δημοσίᾳ ἀγορεύω ὅπως εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. δημοκοπέω), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. δήμωμα·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι δημοσίᾳ γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
capter la faveur populaire, flatter le peuple.
Étymologie: δῆμος.