δενδροκομικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of or like a woodman, Ael.NA13.18.
German (Pape)
[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.