διασκευωρέω
From LSJ
English (LSJ)
A revise, rehandle, τι Pl.Ep. 316a:—Med., set in order, τὴν πόλιν Id.R.540e.
German (Pape)
[Seite 602] zubereiten, zurechtmachen, Plat. Ep. III. 316 a; – med., τὴν ἑαυτῶνπόλιν, Rep. VII, 540 e.
Greek (Liddell-Scott)
διασκευωρέω: διευθετῶ, εὐτρεπίζω, Ἐπ. Πλάτ. 316Α. ‒ Μέσ., διασκευωρεῖσθαι τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 540Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en ordre;
Moy. διασκευωρέομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: διά, σκευωρέω.