διερείδω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερείδω Medium diacritics: διερείδω Low diacritics: διερείδω Capitals: ΔΙΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: diereídō Transliteration B: diereidō Transliteration C: diereido Beta Code: dierei/dw

English (LSJ)

   A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1.    2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22.    II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150.    2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.

Greek (Liddell-Scott)

διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.

French (Bailly abrégé)

appuyer ou enfoncer à travers ou entre;
Moy. διερείδομαι s’appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.