διορχέομαι
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
A dance across or along, Opp.H.5.440. II dance a match, Ar.V.1481.
Greek (Liddell-Scott)
διορχέομαι: ἀποθ., χορεύω διὰ μέσου, Ὀππ. Ἁλ. 5. 440. ΙΙ. διαγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ ὀρχήσει, τινὶ Ἀριστοφ. Σφ. 1481.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 danser à travers;
2 disputer le prix de la danse : τινι à qqn.
Étymologie: διά, ὀρχέομαι.