δυσαρεστέω
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
A suffer annoyance, Arist.HA560b24; to be displeased, τινί at a thing, Plb.4.22.9, D.S.5.9, J.AJ8.5.3, Aq., Sm., Thd.Ps.94 (95).10; δ. ὅτι D.H.Comp.11: Medic., suffer malaise, Gal.10.551, Aët.5.5:—also Med., τινί Plb.5.94.2; ἐπί τινι 11.28.11. II c. dat. pers., to be displeasing to, Id.7.5.6, D.S.18.62; τῷ θεῷ Ph.2.6:—also Med. -ουμένη φιλία Plu.2.94d, cf. Iamb. VP35.255.
German (Pape)
[Seite 676] unzufrieden, mißvergnügt sein od. werden; Arist. H. A. 6, 2; Pol. 3, 26, 6; καὶ φοβεῖταί τινα, 5, 56, 4; τοῖς γιγνομένοις, über das Geschehene, 4, 22, 9, u. öfter, auch Sp.; aber τοῖς Ῥωμαίοις, mißfallen, Pol. 7, 5, 6; D. Sic. 18, 62. – Auch im pass., mit fut. med., δυσαρεστοῦμαι τῷ ἀνδρί, der Mann gefällt mir nicht, Pol. 5, 94, 2; Hippocr.; Dion. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰρεστέω: δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ ὡσαύτως ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être mécontent ou contrarié de, τινι;
2 avec un sujet de choses déplaire : δυσαρεστουμένη φιλία PLUT amitié déplaisante;
Moy. δυσαρεστέομαι-οῦμαι être mécontent.
Étymologie: δυσάρεστος.