δυσσεβής
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
ές,
A ungodly, impious, profane, of persons, A.Th.598 (Comp. or Sup.), and their acts, δ. χάρις S.Ant.514; τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Id.OC1190; δ. μέλαθρα E.IT694. Adv. -βῶς Id.Fr.825.—This family of words is chiefly found in Trag. (δυσσεβής occurs in Men.540, Diph.105, and later Prose as Jul.Or.5.174b (Sup.)); εὐσεβής, etc., are freq. also in Prose.
German (Pape)
[Seite 688] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; ἔργον Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσεβής: -ές, ἀσεβής, ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· εὐσεβής, κτλ. εἶναι συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
impie;
Cp. δυσσεβέστερος, Sp. δυσσεβέστατος.
Étymologie: δυσ-, σέβω.