Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσμή

From LSJ
Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμή Medium diacritics: δυσμή Low diacritics: δυσμή Capitals: ΔΥΣΜΗ
Transliteration A: dysmḗ Transliteration B: dysmē Transliteration C: dysmi Beta Code: dusmh/

English (LSJ)

, (δύω)

   A = δύσις, setting, mostly in pl., ἀελίου δ. S.OC1245, cf. A.Fr.69, Hp.Epid.7.5, Pl.Phd.61e; ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών at the point of setting, Hdt.3.104; περὶ ἡλίου δυσμάς Lys.1.39; ἥλιος ἦν ἤδη περὶ δυσμάς Hell.Oxy.15.5: metaph., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Arist.Po.1457b25, cf. D.H.4.79, Ph.1.678, S.E.M.9.90, Diog.Oen.2, etc.    II the quarter of sunset, west, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ [ἡλίου] δυσμέων Hdt.2.31; πρὸς ἡλίου δυσμέων Id.7.115, cf. 2.33; πρὸς δυσμαῖς A.Pers.232; opp. ἀνατολαί, BGU1049.8 (iv A. D.):—also δυθμή, Call.Cer.10 (pl.), Fr.539 (sg.).

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, der Untergang, meist im plur., vom Untergang der Sonne u. der Gestirne, Aesch. Pers. 228 Soph. O. C. 1248; von Her. 2, 31 an überall in Prosa. Den sing. hat nur Callim. bei Schol. Il. 11, 62; vgl. δυθμή. Uebertr., βίσυ δυσμαί, das Lebensende, Empedocl. bei Arist. poet. 21; Plat. Legg. VI, 770 a; u. sonst, aus Dichtern angeführt.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμή: ἡ, (δύω) = δύσις, δύσις· συνήθ. κατὰ πληθ., ἀντίθετον ἀνατολαί· ἀελίου δ. Σοφ. Ο. Κ. 1245, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66· ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών, μέλλων νὰ δύσῃ, Ἡρόδ. 3. 104· περὶ ἡλίου δυσμὰς Λυσ. 95. 22· μεταφ., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 13. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος, καθ’ ὃ δύεται ὁ ἥλιος, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ ἡλίου δυσμέων Ἡρόδ. 2. 31· πρὸς ἡλίου δυσμέων ὁ αὐτ. 7. 115, πρβλ. 2. 33· πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 237. ― Δωρ. δυθμή, Καλλ. εἰς Δήμ. 10. Ἀποσπ. 465 (ἐν τῷ ἑνικ.).