ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
[Seite 717] ep. = ἔλδομαι, ἔλδωρ.
épq. c. ἔλδωρ.
(ἐϝελδ.): desire, wish. ;;: see ἔλδομαι, ἔλδωρ.