εἰνοσίφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις)
A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
German (Pape)
[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.