ἑκάτερθε

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτερθε Medium diacritics: ἑκάτερθε Low diacritics: εκάτερθε Capitals: ΕΚΑΤΕΡΘΕ
Transliteration A: hekáterthe Transliteration B: hekaterthe Transliteration C: ekaterthe Beta Code: e(ka/terqe

English (LSJ)

before a vowel ἑκᾰτερ-θεν, poet. Adv.

   A = ἑκατέρωθεν, on each side, on either hand, ἀμφίπολός οἱ..ἑ. παρέστη Od.1.335 ; τρεῖς ἑ. Il. 11.27, cf. A.R. 1.564 : also in late Ion. Prose, Aret.SD2.3.    2 c. gen., ἑ. οξμίλου Il.3.340, 23.813, cf. 329 ; ἑ. πόληος Od.6.263.

German (Pape)

[Seite 751] vor Vocalen ἑκάτερθεν, = ἑκατέρωθεν, Hom. öfter, ὁμίλου Il. 3, 340.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάτερθε: ᾰ πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἑκατέρωθεν, ἐξ ἑκατέρου μέρους, Λατ. utrinque, ἀμφίπολος... ἑκάτερθε παρέστη Ὀδ. Α. 335· τρεῖς ἑκ. Ἰλ. Λ. 37, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἑκάτερθεν ὁμίλου Γ. 340, πρβλ. Ψ. 329, 813· ἑκάτερθε πόληος Ὀδ. Ζ. 263.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἑκάτερθεν dev. une cons.