ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Full diacritics: ἐκμελαίνομαι | Medium diacritics: ἐκμελαίνομαι | Low diacritics: εκμελαίνομαι | Capitals: ΕΚΜΕΛΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: ekmelaínomai | Transliteration B: ekmelainomai | Transliteration C: ekmelainomai | Beta Code: e)kmelai/nomai |
A to be darkened, grow dark, Heraclit.All.39; ὑπὸ [νυκτός] ib.45.
ἐκμελαίνομαι: παθ., γίνομαι κατάμαυρος, Κλήμ. Ἀλ. 45.