ἐκλογιστία
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ἡ,
A reckoning: accounts, LXX To.1.21,Sammelb.4423.
German (Pape)
[Seite 768] ἡ, Berechnung, VLL.; Verwaltung des Hauswesens, Auszahlung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλογιστία: ἡ, ὑπολογισμός, λογαριασμός, Ἑβδ. (Τωβ. Α΄, 21)· ― «ἐκλογιστίαν· ἀρίθμησιν» Ἡσύχ.