ἐνέχυρον

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέχῠρον Medium diacritics: ἐνέχυρον Low diacritics: ενέχυρον Capitals: ΕΝΕΧΥΡΟΝ
Transliteration A: enéchyron Transliteration B: enechyron Transliteration C: enechyron Beta Code: e)ne/xuron

English (LSJ)

τό, (ἐχυρός)

   A pledge, security, ἐ. ἀποδεικνύναι and ὑποτιθέναι to offer a pledge, Hdt.2.136; ἐνέχυρα ἀποδιδόναι And.1.39; λαμβάνειν ibid., X.An.7.6.23; ἐνέχυρα βίᾳ φέρειν Antipho 6.11; ἐνέχυρον φέρειν τῶν γειτόνων Hermipp.29; τὰ ἐ. τινων PHib.1.46 (iii B.C.), etc.; ἐ. τιθέναι τι make a thing a pledge, put it in pawn, Ar.Pl.451, cf. Ec.755; ἐ. κεῖται Pl.Lg.820e; ἐπ' ἐνεχύρῳ δοῦναι give on security, D.49.2; ἐπ' ἐνεχύροις δανείζειν Ph.1.634; ἐκ τῶν ἐ. τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην from the forfeited pledges, IG2.814a A26 (iv B.C.): metaph. in pl., hostages, of wives and children, Aen. Tact.5.1, cf. Ph.1.323 (sg.).

German (Pape)

[Seite 840] τό, Pfand, Handgeld, das man zur Sicherheit giebt od. nimmt, Her. 2, 136; τιθέναι, verpfänden, Ar. Plut. 450 u. a. com.; Plat. Legg. VII, 820 e; bes. im plur., die Redner, wie Antiph. 5, 76. 6, 11; Andoc. 3, 39; Pol. 5, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέχῠρον: τό, (ἐχυρὸς) ἐνέχυρον, ὡς καὶ νῦν, ἐνέχυρον ἀποδεικνύναι ἢ ὑποτιθέναι, παρουσιάζειν ἐνέχυρον, Ἡρόδ. 2. 136· ἐνέχυρα ἀποδιδόναι Ἀνδοκ. 28. 27· λαμβάνειν αὐτόθι 23, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 23· ἐνέχυρα βίᾳ φέρειν Ἀντιφ. 142. 35· τόν τε κότυλον πρῶτον ἤνεγκα ἐνέχυρον τῶν γειτόνων Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 4· ἐν. τιθέναι τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755· ἐν. κεῖται Πλάτ. Νόμ. 820Ε· ἐπ’ ἐνεχύρῳ δοῦναι 1185. 12· ἐκ τῶν ἐν. τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην, ἐκ τῶν διὰ δίκης καταληφθέντων ἐνεχύρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 24. - Ἐν τῇ Ἀττικ. νομοθεσίᾳ, ἐνέχυρον ἢ ἐνέχυρα κυρίως ἦσαν κινητὰ κτήματα, ἅπερ ὁ δανειστὴς ἠδύνατο νὰ λάβῃ πρὸς ἀσφάλειαν διὰ τὰ χρήματα, ἅπερ ἐδάνεισεν, ἐνῷ ἡ ὑποθήκη ἐσήμαινε κυρίως πραγματικήν. ἤτοι ἀκίνητον περιουσίαν (ἐν ᾗ συμπεριελαμβάνοντο καὶ δοῦλοι ἢ πλοῖα) ἥτις ἐδίδετο ὡς ὑποθήκη εἰς τὸν δανειστήν, ἴδε Att. Proe. 504 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gage, nantissement.
Étymologie: ἐν, ἐχυρός.