ἐχυρός
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
ἐχυρά, ἐχυρόν, (ἔχω)
A = ὀχυρός, strong, secure, λιμήν, χωρία, Th.4.8, X.Cyr.2.4.13; ἀπὸ ἐχυροῦ ποθέν Th.1.90; ἐν τῷ ἐχυρῷ εἶναι to be in safety, Id.7.77; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι X.Cyr.1.6.26.
2 of arguments, etc., strong, λόγος Th.3.83; ἐλπίς Id.7.41; ἐχυρὰ παρέχεσθαι = to give good reasons, Id.1.32; τὴν τόλμαν . . ἐχυρωτέραν παρέχεσθαι Id.2.62; ἐχυρωτέρα δύναμις Id.1.42; τοῦτο ὁ φόβος ἐχυρὸν παρεῖχε Id.3.12; ἀποδείξεις ἐχυρώταται Ph.1.420.
3 of persons, ἐ. πρὸς τοὺς καλούς = proof against, Plu.Sol.1.
II Adv. ἐχυρῶς = solidly, strongly Th.5.26: Comp. ἐχυρώτερον Id.8.24. (ὀχυρός is v.l. in A.Pers.78, 89 (lyr.), and is the usual form in Plb., exc. 2.30.6; but ἐχυρός is usual in Ph., as 1.257, al.)
German (Pape)
[Seite 1126] (ἔχω), haltbar, fest, sicher; ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν ἄμαχον κῦμα Aesch. Pers. 89; ἡ νῆσος τὸν λιμένα ἐχυρὸν ποιεῖ Thuc. 4, 8; τὰ ἐχυρὰ τοῦ χωρίου neben τετειχισμένα 4, 9, wie χωρίον Xen. Cyr. 2, 4, 13 u. öfter, wie Pol., ein von Natur fester Ort; ἀπὸ ἐχυροῦ ποθεν ὥσπερ νῦν ἐκ τῶν Θηβῶν ὁρμᾶσθαι, von einem festen Punkte aus, Thuc. 1, 90; ἐλπίς 7, 41; ἐν ἐχ υρῷ εἶναι, in Sicherheit sein, Xen. Cyr. 3, 3, 27; ἐν τῷ ἐχυρῷ Thuc. 7, 77; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι, Etwas in die größte Sicherheit bringen, Xen. Cyr. 1, 6, 26; νομίζων ἐχυρὰ ὑμῖν παρέξεσθαι, haltbare Gründe, Thuc. 1, 32; von Menschen, ὅστις ἐχυρώτατος, τοῦτον φίλον ἔχειν 1, 35;. Σόλων πρὸς τοὺς καλοὺς οὐκ ἦν ἐχυρός Plut. Sol. 1. – Adv. ἐχυρῶς, Thuc. 5, 26; ἐχυρώτερον, 8, 24.
French (Bailly abrégé)
ἐχυρά, ἐχυρόν :
solidement établi, d'où
1 à l'abri de toute surprise, bien fortifié, bien défendu;
2 qui est en sûreté, sûr : ἐν ἐχυρῷ εἶναι THC être en sûreté ; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαι τι XÉN faire qch en toute sûreté ; ἐχυρὰ παρέχεσθαι THC fournir de bonnes raisons ; en parl. de pers. sûr, solide, ferme;
Cp. ἐχυρώτερος, Sp. ἐχυρώτατος.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐχῠρός: ἔχω
1 хорошо укрепленный, прочно защищенный, безопасный, надежный (ἕρκεα Aesch.; λιμήν Thuc.; χωρίον Xen.): οὐκ ἐ. πρός τι Plut. беззащитный против чего-л.; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι Xen. обеспечить полную безопасность чему-л.;
2 прочный (δύναμις Thuc.);
3 закаленный, крепкий (ἐν νοσήμασι καὶ παθήμασιν Plut.);
4 твердый, достоверный, основательный, заслуживающий доверия (λόγος, ἐλπίς Thuc.): ἐχυρὰ παρέχεσθαι Thuc. приводить серьезные основания.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῠρός: ἐχυρά, ἐχυρόν, (ἔχω) ὀχυρός, ἀσφαλής, ἐπὶ τόπων, λιμήν, χωρίον, κτλ., Θουκ. 4. 8, 9, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, κτλ.· ἀπὸ ἐχυροῦ ποθεν Θουκ. 1. 90· ἐν ἐχυρῷ εἶναι ὁ αὐτ. 7. 77· ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡσύχ. 2) ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κτλ., ἀξιόπιστος, λόγος Θουκ. 3. 83· ἐλπὶς 7. 41· ἐχυρὰ παρέχεσθαι, παρέχειν ἰσχυροὺς λόγους, ὁ αὐτ. 1. 32· τὴν τόλμαν… ἐχυρωτέραν παρέχεσθαι ὁ αὐτ. 2. 62· ἐχυρωτέρα δύναμις ὁ αὐτ. 1. 42· τοῦτο ὁ φόβος ἐχυρὸν παρεῖχε ὁ αὐτ. 3. 12. 3) ἐπὶ προσώπων, ἐχυρὸς πρός…, ἀσφαλὴς ἐναντίον, Πλουτ. Σόλων 1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Θουκ. 5. 26· - Συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 8. 24.
Greek Monolingual
-ά, -ό (Α ἐχυρός, ἐχυρά, ἐχυρόν)
(για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τον τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῖ», Θουκ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν
ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση του πλοίου σε ώρα μάχης ο κυβερνήτης
αρχ.
1. (για λογικά επιχειρήματα) ισχυρός, αξιόπιστος («λόγος ἐχυρός», Θουκ.)
2. μτφ. για πρόσ. ανεπηρέαστος («πρὸς τοὺς καλοὺς ἦν ἐχυρός», Πλούτ.).
επίρρ...
ἐχυρῶς (Α)
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «ἰσχυρῶς ἤ ἀσφαλῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. οχυρός. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα segh- «συλλαμβάνω, κρατώ» με παρέκταση -u- (segh-u-). Την παρεκτεταμένη αυτή μορφή της εμφανίζουν επίσης το αρχ. ινδ. sahuri «ισχυρός» και το αρχ. άνω γερμ. sigu «νίκη». Παράλληλο θ. σιγμόληκτο εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. sahas- «ισχύς, νίκη», το γοτθ. sigis «νίκη» (< IE seghos «νίκη»). Μη παρεκτεταμένο θ. εμφανίζει και το παρ. αρχ. ελλ. επίρρ. όχ-α «κατά πολύ» (πρβλ. ταχύς > τάχα). Το θ. οχυ- ίσως αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα του εχυ-, δεν αποκλείεται όμως να είναι το αρχικό θ., οπότε το εχυ- προήλθε από αναλογία προς το έχω. Από την προθετική φράση «εν εχυρῳ» προήλθε το «σύνθ. εκ συναρπαγής» ενέχυρον.
ΠΑΡ.: οχυρότης, οχυρόω (-ώνω)
αρχ.
εχυρότης, εχυρόω.
ΣΥΝΘ.: (Α συνθετικό) αρχ. εχυρόφρων
(Β' συνθετικό) ανώχυρος (-ωτος)].
Greek Monotonic
ἐχῠρός: ἐχυρά, ἐχυρόν (ἔχω),·
I. 1. οχυρός, ασφαλής, λέγεται για τόπους, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν ἐχυρῷ εἶναι, βρίσκομαι σε ασφαλές, σίγουρο μέρος, στον ίδ.· ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι, σε Ξεν.
2. λέγεται για λογικά επιχειρήματα κ.λπ.· αξιόπιστος, σε Θουκ.
II. επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.· συγκρ. -ώτερον, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: strong, secure (Th., X.) with ἐχυρότης tenability etc. (Ph.), ἐχυρόω fasten (Phot., Suid.).
Compounds: Comp. ἐνέχυρον n. pledge, security (Ion.-Att.), hypostasis of ἐν ἐχυρῳ̃; with ἐνεχυράζω take a pledge with ἐνεχυρασία, ἐνεχύρασμα, ἐνεχυραστής a. o.; also ἐνεχυρόω with ἐνεχύρωμα.
Derivatives: ὀχυρός id. (Hes., A., E.), with compositional lengthening ἀν-ώχυρος not fortified (X. Ages. 6, 6, SIG 569, 7; IIIa; cf. Frisk Adj. priv. 9); with ὀχυρότης (Plb.), ὀχυρόω (X., Arist.) with ὀχύρ-ωμα, -ωμάτιον, -ωσις, -ωτικός.
Origin: IE [Indo-European] [288] *seǵh- hold, have
Etymology: Comparable seems Skt. sáhuri- victorious, strong (RV); an old u(s)-stem is also in Germ., e. g. OHG sigu m. victory. Beside the rebuilt u-stem in ὀχυ-, ἐχυ-ρ-ός stands he neutral s-stem in Skt. sáhas- power, might, victory, Goth. sigis victory, IE *séǵhos- (would be Gr. *ἔχος); here belongs the adv. ὄχ-α widely, by far (cf. ταχύς: τάχα a. o.; Schwyzer 622f.). - The change ὀχ-: ἐχ- can be old ablaut (Schmidt KZ 32, 353), but secondary influence of ἔχω is also possible. - Further s. ἔχω.
Middle Liddell
ἐχῠρός, ή, όν [ἔχω]
I. strong, secure, of places, Thuc., etc.; ἐν ἐχυρῷ εἶναι to be in safety, Thuc.; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαί τι Xen.
2. of reasons, etc., trustworthy, Thuc.
II. adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ώτερον, Thuc.
Frisk Etymology German
ἐχυρός: {ekhurós}
Meaning: haltbar, fest, sicher (Th., X. usw.) mit ἐχυρότης Haltbarkeit (Ph. u. a.), ἐχυρόω befestigen (Phot., Suid.).
Composita: Komp. ἐνέχυρον n. Pfand, Unterpfand (ion. att.), Hypostase aus ἐν ἐχυρῳ̃; davon ἐνεχυράζω ein Pfand nehmen mit ἐνεχυρασία, -ασμα, -αστής u. a.; auch ἐνεχυρόω mit -ωμα.
Derivative: Daneben ὀχυρός ib. (Hes., A., E., X. u. a.), mit Kompositionsdehnung ἀνώχυρος unfest, unbefestigt (X. Ages. 6, 6, SIG 569, 7; IIIa; vgl. Frisk Adj. priv. 9); davon ὀχυρότης (Plb. u. a.), ὀχυρόω (X., Arist., Plb. u. a.) mit ὀχύρωμα, -ωμάτιον, -ωσις, -ωτικός.
Etymology: Ein anklingendes Wort bietet das Aind. in sáhuri- etwa siegreich, stark (RV); ein alter u(s)-Stamm ist auch im Germ., z. B. ahd. sigu m. Sieg zu verspüren. Neben dem verbauten u-Stamm in ὀχυ-, ἐχυρ-ός steht der neutrale s-Stamm in aind. sáhas- Kraft, Macht, Sieg, got. sigis Sieg, idg. *séĝhos- (wäre gr. *ἔχος); hierzu kommt das adverb ὄχα weitaus (vgl. ταχύς: τάχα u. a.; Schwyzer 622f.). — Der Wechsel ὀχ-: ἐχ- kann alter Ablaut sein (Schmidt KZ 32, 353), aber sekundäre Angleichung an ἔχω ist auch möglich. — Weiteres s. ἔχω.
Page 1,602
English (Woodhouse)
strong, trustworthy, of a position
Lexicon Thucydideum
munitus, fortified, protected, 1.90.1, [nonnulli codd. several manuscripts ὀχυροῦ] 4.8.6, 4.9.2,
validus, strong, powerful, 1.35.5, [vett. edd. old editions ὀχυρώτατος],
firmus, strong, steadfast, 1.32.2, 3.12.1, 3.83.2, [ubi nonn. codd. where several manuscripts ἰσχυρός]. 7.41.4,
COMP. 1.42.4, 2.62.4, [nonnulli codd. several manuscripts ὀχυρ.] securitas, calmness, security, 5.109.1,
in tuto, safely, 7.77.6, [boni codd. good manuscripts ὀχυρῷ]