ἐξακριβόω
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
A make exact, precise, or accurate, ἐ. λόγον make a distinct or precise statement, S.Tr.426; τὸ τρανὸν τῆς κλήσεως J.BJ4.1.1; ἐ. τι ἐπὶ πλεῖον labour after too great exactness, Arist.EN1102a25, cf. 1101b34; ἕκαστα . . ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῦντες achieve each activity more completely, ib.1175a31; κατὰ μέρος ἐ. work out in detail, Epicur. Ep.1p.31U.:—Med., ἐξακριβώσομαί σοι λόγῳ shall describe it exactly, Philostr. Jun.Im.10:—Pass., Arist.EN1180b11, Thphr.HP9.16.6, Epicur.Ep.1p.4U.,al. II intr., speak accurately, ὑπέρ τινος Arist. EN1096b30; περί τινος Plb.2.56.4, cf. Porph.Abst.1.39. 2 observe the exact interval, Arist.HA583a30.
German (Pape)
[Seite 865] genau, sorgfältig machen, ausarbeiten; Arist. Eth. 9, 5; τοὺς ὑπὲρ τούτων λόγους Pol. 3, 31; δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον, mit Bestimmtheit aussprechen, was man sicher weiß, Soph. Tr. 426; τοὺς χρόνους, genau angeben, Plut. Num. 1; ἐξακριβοῦν ὑπέρ τινος, Arist. Eth. Nic. 1, 4 u. öfter, wie περί τινος, Pol. 2, 56; genau ausforschen, untersuchen, Plut. – Im med., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακρῑβόω: λέγω τι ἀκριβῶς, ἀποδεικνύω τι μετ’ ἀκριβείας, ταὐτὸ δ’ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον Σοφ. Τρ. 426· ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, ποιῶ ἀκριβῆ μελέτην πράγματός τινος, τὸ γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἐξακριβοῦν ἐργωδέστερον ἴσως ἐστὶ τῶν προκειμένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 8, πρβλ. 12, 7· ἕκαστα... ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ’ ἡδονῆς ἐνεργοῦντες, μετ’ ἀκριβείας καὶ τελειότητος ποιοῦσιν, αὐτόθι 10. 5, 2. ― Μέσ., περιγράφω λεπτομερῶς, σὺ δ’, ὡς ἔοικεν, οὐκ ἀρκεσθήσῃ τούτῳ, εἰ μή σοι καὶ τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐξακριβώσομαι τῷ λόγῳ Φιλόστρ. Νεώτ. 880. ― Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁμιλῶ μετ’ ἀκριβείας, περί τινος, ἐξακριβοῦν γὰρ ὑπὲρ αὐτῶν ἄλλης ἂν εἴη φιλοσοφίας οἰκειότερον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 13· περί τινος Πολύβ. 2. 26, 4· συμβαίνω ἀκριβῶς καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, οὐ μὴν ἐξακριβοῦσί γε (αἱ καθάρσεις) πάσαις ὁμοίως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξηκρίβωσα;
faire, dire, indiquer avec soin ou exactitude : τι qch ; λόγον SOPH rendre un compte exact de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀκριβόω.