ἐνωραΐζομαι
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A beautify oneself for the benefit of, τοῖς γυναίοις Luc.Am. 9. II give oneself airs in, τῷ βασιλείῳ θάκῳ Agath.2.26.
German (Pape)
[Seite 861] Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωραΐζομαι: ἀποθ., θέλω νὰ φαίνωμαι εὔμορφος εἴς τινα, κομψεύομαι, τοῖς γυναίοις ἐνωραϊζόμενον Λουκ. Ἔρωτες 9: ‒- ὑπερηφανεύομαι, «καμαρώνω», τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 890Α.