κατακρούω

From LSJ
Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρούω Medium diacritics: κατακρούω Low diacritics: κατακρούω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: katakroúō Transliteration B: katakrouō Transliteration C: katakroyo Beta Code: katakrou/w

English (LSJ)

   A knock, τι ἐς τρύπημα Gp.10.61.    2 make narrow incisions or 'stabbings', Hp.Ulc.24, 25, Medic.7.    3 beat copper pans, etc., in order to entice bees, Pl.Lg.843e.    4 in Archit. perh., = διακρούω, IG 7.4255.14.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κρούω), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων οὕτως οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräthe von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρούω: κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐμπηγνύω, τὸ πρέμνον πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- σχάζω, τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., ὅπως προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου δελεάζω καὶ πρὸς ἐμαυτὸν ἕλκω, ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων οὕτως οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ Πολυδ. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.