θυσιαστήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A altar, ib.Ex.27.1, al., Ev.Matt.23.18, J.AJ8.4.1, Cod.Just.1.12.3.2.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, Opfertisch, Altar, Philo, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσιαστήριον: τό, βωμός, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΖ΄, 1 κἑξ., κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
autel pour le sacrifice.
Étymologie: θυσιαστήριος.