μάννα
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ, μάννα λιβάνου frankincense
A powder or granules, Dsc.1.68.6; but μ. λιβανωτοῦ gum of λίβανος, Aen.Tact.35; μ. alone, of the powder, Hp.Art.36, Epid.2.2.18, Antyll. ap. Orib.7.21.8, Gal.12.722; = λιβάνου τὸ λεπτόν, AB108. II μάννα, τό, = Hebr. mān, manna, LXX Ex.16.35 (v.l. μάν), Nu.11.6, al., cf. J.AJ3.1.6.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ μάννα, das Manna der Israeliten, LXX., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μάννᾰ: ἡ, μικρὸν τεμάχιον, κόκκος, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - μάννα ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς = τῷ μάννα λιβανωτοῦ, τὸ κόμμι τοῦ δένδρου, λίβανος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ ὄνομα μάννα δίδεται σήμερον εἰς τὸ κόμμι πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, μάλιστα δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. μέλι ΙΙ, ἐλαιόμελι. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ θεόπεμπτος τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - ὡσαύτως τὸ μάννα ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).
French (Bailly abrégé)
1 (ἡ) grain d’encens;
2 ἡ μάννα ou τὸ μάννα la manne des Israélites.