φρεναπάτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.