βαΐον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
German (Pape)
[Seite 426] τό, Ev. Ioan. 12, 13 βαΐα τῶν φοινίκων, Palmzweige, koptisch, s. βαΐς.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βάϊον Eu.Io.12.13
I 1ramo o rama de palmera, palma εἰσῆλθον ... μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐων LXX 1Ma.13.51, ἔλαβον τὰ βάϊα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ Eu.Io.l.c., cf. Pall.H.Laus.33.1, χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς Gp.10.6.2, τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος βαΐον ὀνομάζει Sch.D.T.447.27, cf. Hsch.s.u. βαΐς.
2 medic. cierto ungüento descrito en Paul.Aeg.7.18.8.
II vara de medir δικαίῳ βαΐῳ ἑξαπήχει PFlor.37.3 (V/VI d.C.), cf. BGU 1094.12 (VI d.C.).