σκύβαλον

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠβᾰλον Medium diacritics: σκύβαλον Low diacritics: σκύβαλον Capitals: ΣΚΥΒΑΛΟΝ
Transliteration A: skýbalon Transliteration B: skybalon Transliteration C: skyvalon Beta Code: sku/balon

English (LSJ)

τό,

   A dung, excrement, Plu.2.352d, Alex.Aphr.Pr.1.18: pl., σ. λευκὰ καὶ ἀργιλώδεα Aret.SD1.15, cf. Str.14.1.37, J.BJ5.13.7, etc.; manure, PFay.119.7 (i/ii A.D.).    2 refuse, offal, Ep.Phil.3.8, Jul.Or.5.179c; ἀποδειπνίδιον σ. AP6.302 (Leon.); ἄνδρα, πολύκλαυτον ναυτιλίης σ. ib.7.276 (Hegesipp.); τέφρης λοιπὸν ἔτι σ. ib.382 (Phil.); opp. τὸ χρήσιμον, Ath.Med. ap. Orib.1.2.8; σ. τοῦ σησάμου PCair.Zen. 494.16 (iii B.C.); ς. χόρτου PSI3.184.7 (pl., iii A.D.): pl., δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων AP6.303 (Aristo); σ. ἀνθρώπου LXX Si.27.4.

German (Pape)

[Seite 906] τό, Koth, Auswurf, Kehricht, alles Ueberbleibsel, was man wegwirft, Schalen, Hülsen, Hefen u. dgl.; Suid. leitet es von κυσίβαλον ab, was den Hunden vorgeworfen wird; so ἀποδειπνίδιον, Leon. Al. 30 (VI, 302); ξηρά, Ep. ad. 13 (XII, 107); δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων, Aristo 2 (VI, 303); ἡμιδαές, Ep. ad. 386 (IX, 375), u. öfter in der Anth.; περίσσωμα τροφῆς καὶ σκ., Plut. Is. et Os. 4; auch was das Meer auswirft, Ach. Tat. 2, 11, s. Jac. p. 522.

Greek (Liddell-Scott)

σκύβᾰλον: τό, κόπρος, περίττωμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 18, Πλούτ. 2. 352D· πληθ., σκ. λευκά καὶ ἀργιλώδεα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7. 2) ἀπομεινάριον, ὑπόλοιπον, ἀπόβλημα, «σκουπίδι», ἀποδειπνίδιον σκ. Ἀνθ. Π. 6. 302· ἄνδρα πολύκλαυτον, ναυτιλίης σκ. Ἀνθ. Π. 7. 276· τέφρης λοιπὸν ἒτι σκ. αὐτόθι 382· πληθ., δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων αὐτόθι 6. 303· σκ. ἀνθρώπου Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 4). (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐς κύνας βαλεῖν, πρβλ. σκορακίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 débris jeté de côté, restes d’un repas;
2 p. ext. ce qu’on rejette en gén., excrément.
Étymologie: de ἐς κύνας βάλλειν, cf. σκορακίζω.