σιμικίνθιον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό,
A v. σημικίνθιον.
German (Pape)
[Seite 882] τό, f. L. für σημικίνθιον.
Greek (Liddell-Scott)
σιμικίνθιον: τό, ἴδε ἐν λ. σημικίνθιον.