πρόνοια

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνοια Medium diacritics: πρόνοια Low diacritics: πρόνοια Capitals: ΠΡΟΝΟΙΑ
Transliteration A: prónoia Transliteration B: pronoia Transliteration C: pronoia Beta Code: pro/noia

English (LSJ)

Ion. προν-οίη, ἡ, (πρόνοος)

   A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge, τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr.823 (lyr.); προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag.684 (lyr.).    2 = πρόγνωσις 11.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.    II foresight, forethought, ἐπῄνεσ' . . πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj.536; π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT978; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph.774, cf.El.1015; ἐκ προνοίης with forethought, purposely, Hdt.1.120,159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr.241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95; τὴν π. τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, φίλων, τῆς πόλεως, by care for . ., And.1.56; esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ π. φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.; ἐκ π. ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ π., opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία π. ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for... show care for... E.Alc.1061, Th.2.89, etc.; περί τινος S.Ant.283; ὑπέρ τινος Isoc.16.9; ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7 (iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) πεσεῖν E. Hec.569; πολλὴν π. ἔχειν μέλλοντας .. to beware of doing a thing, Antipho 5.91; π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97, etc.: pl., X.Oec.7.38.    2 providence, τοῦ θείου ἡ π. Hdt.3.108; τοῦ θεοῦ S.OC1180; θεία π. E.Ph. 637(troch.); πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti.44c: abs., divine providence, προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. (περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).    3 Pythag. name for five, Theol.Ar.31.    4 office of προνοητής, POxy.472.10 (ii A. D.).    III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; also Ἰουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v. πρόναος 1), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα) in Aeschin. (v. πρόναος 1), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. shd. perh. be corrected.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, ion. προνοίη, das Vorhersehen, Vorherbemerken, Soph. Trach. 820 O. R. 978. – Gew. Vorsicht, Klugheit, Vor- oder Fürsorge; Aesch. Ch. 598; auch im plur., προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου, Ag. 669; Soph.; Eur. πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, Hecub. 569, öfter; Ar. u. in Prosa, wie Her. oft, ἐκ προνοίης, mit Vorbedacht, Ueberlegung, mit Absicht, 1, 120. 159. 2, 151. 161. 6, 66, Ggstz κατὰ τύχην, 8, 87; u. so Antipho 6, 19; Lys. 3, 43 u. sonst; πρόνοιαν ἔχειν τινός, Thuc. 2, 89; πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος, Dem. 21, 97 u. öfter, u. Folgde; auch πρόνοιαν ἐποιησάμην τοῦ μὴ ἐπὶ τὸν πατέρα τούτου εἰσελθεῖν, ich habe mich gehütet, Dem. 47, 80; Folgde. – Die Ἀθηνᾶ Πρόνοια, Aesch. 3, 110 ff., neben Apollo, Artemis u. Leto genannt, die Göttinn kluger Bedachtsamkeit, wurde unter diesem Namen in Delphi verehrt, vgl. Paus. 10, 8, 4 und προναία. – Von Plut. an auch die göttliche Vorsehung, vgl. Xen. Mem. 1, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνοια: Ἰων. -οίη, ἡ, (πρόνοος) προφητεία, τοὖπος τὸ θεοπρόπον ἡμῖν τᾶς παλαιφάτου προνοίας Σοφ. Τρ. 823· προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 684. 2) = τῷ ἰατρικῷ ὅρῳ πρόγνωσις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 8. 585. ΙΙ. τὸ προνοεῖν, προβλέπειν, πρόβλεψις, ἐπῄνεσ’ ἔργον καὶ πρόνοιαν ἧν ἔθου Σοφ. Αἴ. 536· πρ. δ’ ἐστὶν οὐδενὸς σαφὴς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 978· θάρσει προνοίας οὕνεκα, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πρόβλεψιν καὶ προσοχὴν ἔχε θάρρος, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 774, πρβλ. Ἡλ. 1015· ἐκ προνοίας, μετὰ προβλέψεως, ἐπίτηδες, μεμελετημένως, Λατ. consulto, Ἡρόδ. 1. 120, 159, κτλ.· ἀντίθετον τῷ κατὰ τύχην, ὁ αὐτ. 8. 87, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 1, Λυσί. 177. 11, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε· ἀπὸ προνοίας τινῶν, διὰ τῶν προφυλάξεων τινῶν Θουκ. 8. 95· τὴν πρ. τὴν ἐς ἡμέας ἔχουσαν Ἡρόδ. 9. 144. προνοίᾳ μὲν τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων, προνοίᾳ δὲ τῆς πόλεως ἁπάσης Ἀνδοκ. 1, 56· ― ἰδίως ἐπὶ κακουργημάτων πραχθέντων σκοπίμως καὶ ἐκ προηγουμένης μελέτης, ἐκ προνοίας τραύμᾱτα, ἐκ πρ. φόνου, ἐκ προμελέτης, Αἰσχίν. 84. 21, Δείναρχ. 90. 33, κτλ.· ἐκ πρ. ἀποθνήσκειν Ἀντιφῶν 113, 42, πρβλ. Λυσί. 98. 43· τά ἐκ πρ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀκούσια, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 16, 3· οὕτως, οὐδεμία πρ. ἐστὶ τραύματος, οὐδεμία πρόθεσις..., Λυσί. 100. 2. ― πρόνοιαν ἔχειν (ἢ ἴσχειν) τινός, λαμβάνειν πρόνοιαν περί τινος, δεικνύειν φροντίδα περὶ αὐτοῦ.., Εὐρ. Ἄλκ. 1061, Θουκ. 2. 89, κτλ.· περί τινος Σοφ. Ἀντ. 283· ὑπέρ τινος Πολύβ. 1. 57, 1· μετ’ ἀπαρ., πολλὴν πρ. εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν Εὐρ. Ἑκ. 569· πολλὴν πρόνοιαν ἔχειν μέλλοντας ἀνήκεστον ἔργον ἐργάζεσθαι Ἀντιφῶν περὶ Ἡρῴδου φόνου 91· οὕτω, πρ. ποεῖσθαί τινος Δημ. 546, 6, κτλ. 2) ἡ τοῦ θεοῦ πρόνοια, τοῦ θείου ἡ πρ. Ἡρόδ. 3. 108· τοῦ θεοῦ Σοφ. Ο. Κ. 1180· θεία πρ. Εὐρ. Φοίν. 640· πρόνοιαι θεῶν Πλάτ. Τίμ. 44C· ἀπολ., θεία πρόνοια, προνοίας ἔργῳ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 414F, Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. Πρόνοια Ἀθηνᾶ, ὡς θεὰ τῆς προνοίας ἤτοι τῆς προβλέψεως, ὑπὸ τὸ ὄνομα δὲ τοῦτο ἐλατρεύετο ἐν Δελφοῖς, Ψευδοδημοσθ. 780. 17, Διόδ. 11. 14, Παυσ. 10. 8, 6, Πλούτ. 2. 825Β, κτλ.· ― τὸ ὄνομα τοῦτο τῆς Ἀθηνᾶς φαίνεται μεταγεν. τοῦ ὀνόματος Προναία, ὅπερ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἰων. τύπου προνηΐη παρ’ Ἡροδ. καὶ ἐκ Δελφικῶν ἐπιγραφῶν (ἴδε πρόναος Ι), ἂν καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις ἔχει ἀντικατασταθῇ διὰ τοῦ πρόνοια ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄ σ. 409.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 prévision, prescience, pressentiment;
2 prescience d’un oracle ; oracle;
II. soin de pourvoir, d’où
1 prévoyance;
2 précaution : πρόνοιαν ἔχειν τινός THC ou περί τινος SOPH prendre d’avance soin de qch, pourvoir d’avance à qch ; πρόνοιαν ἔχειν avec l’inf. EUR prendre soin de, etc.
3 acte réfléchi, ce qu’on fait par suite d’une décision arrêtée d’avance : ἐκ προνοίας HDT de propos délibéré, à dessein ; en parl. de crimes préméditation;
4 providence, particul. τοῦ θείου ἡ πρόνοια HDT, πρόνοια τοῦ θεοῦ SOPH ou simpl. ἡ Πρόνοια XÉN la providence divine, la Providence ; Ἀθηνᾶ πρόνοια DÉM Athéna Providence, surn. d’Athéna, à Delphes.
Étymologie: πρόνοος.

English (Slater)

πρόνοια
   1 forethought λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι π[ρ]ονοί[ᾳ], ἁνίκ (supp. Lobel) (Pae. 12.11)