κερματιστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A money-changer, Ev.Jo.2.14.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, Geldwechsler, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κερματιστής: -οῦ, ὁ, ἀργυραμοιβός, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 14· πρβλ. κολλυβιστής.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
changeur de monnaie.
Étymologie: κερματίζω.