διαχωρίζω

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωρίζω Medium diacritics: διαχωρίζω Low diacritics: διαχωρίζω Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: diachōrízō Transliteration B: diachōrizō Transliteration C: diachorizo Beta Code: diaxwri/zw

English (LSJ)

   A separate, X.Oec.9.7; τι ἀπό τινος Pl.Plt.262b; τι καί τι Epicr.11.14:—Med., Ar.Th.14:—Pass., Pl.Ti.59c, Phlb. 17a; γυνὴ -χωρισθεῖσα divorced, J.AJ15.7.10.

German (Pape)

[Seite 614] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -χωρίζω, ἀποχωρίζω (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.

French (Bailly abrégé)

f. διαχωρίσω, att. διαχωριῶ;
diviser, séparer, acc..
Étymologie: διά, χωρίζω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 separar ταῦτα πάντα διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ δεῖ χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά pusimos por separado todo eso, lo que se utiliza a diario y lo de fiesta X.Oec.9.7, δ. τὰς χώρας demarcar los territorios Str.1.4.8, καθ' ἓν ἕκαστον Demetr.Eloc.180, φίλους LXX Pr.16.28, τοῦτο ... τὸ ἡγεμονικὸν διακεχώρικεν Ph.1.190, cf. Plu.2.968d, POxy.1673.5, PMerton 79.16 (ambos II d.C.)
c. giro prep. ἀπὸ τῶν ἄλλων ... τὸ ζητούμενον Pl.Plt.262b, cf. 1Ep.Clem.33.3, c. gen. αὐτὴν (τὴν ἄκραν) τῆς πόλεως LXX 1Ma.12.36, τὰ βάρος ἔχοντα τῶν κούφων διεχώρισε Ph.1.500, en v. pas. κατὰ γένη διαχωρισθέντα ἕκαστα Pl.Ti.58a, cf. Arist.Metaph.1023a23, Aen.Tact.11.10.
2 clasificar ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.10.14
en v. pas. πλεῖστα ... σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα muchísimos aparejos (de un barco) clasificados en un receptáculo pequeñísimo X.Oec.8.11.
3 dividir ἡ δυὰς διεχώρισεν αὑτὴν ἐκ τῆς μονάδος Theol.Ar.8, τὸν ἕνα θεὸν ... τῷ λόγῳ Cyr.H.Catech.4.4, abs. ἡ διαχωρίζουσα γραμμή Vett.Val.347.12.
4 fig. distinguir, diferenciar δίκαιον θεὸν ἀπὸ ἀγαθοῦ Origenes Comm.in Eph.6.1(p.568), ἄρτον ἄρτου Manes 93.7, cf. Clem.Al.Paed.2.4.41.
II intr. gener. en v. med.-pas.
1 separarse, disociarse ἀπ' ἀλλήλων Pl.Ti.59c, abs. de los párpados en el feto, Arist.GA 744b1, cf. 729a8
de pers. separarse, apartarse Plb.18.19.12, 21.30.13, PTeb.802.13 (II a.C.), LXX Ge.13.14, ἵνα ... ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν διαχωρίζηται πατρίδα para que se marchara cada uno a su propia patria D.S.2.21, cf. 20.42, Eu.Luc.9.33
separarse, divorciarse γυνὴ ... διαχωρισθεῖσα I.AI 15.259.
2 en mitos creacionales separarse, producirse o proceder por separación αἰθὴρ ... ὅτε ... διεχωρίζετο cuando se separó el Éter (como elemento definido), Ar.Th.14, διακεχώρισται ... ἀπ' ἀλλήλων ἥ τε γῆ καὶ τὸ ὕδωρ Corp.Herm.1.11, cf. Hippol.Haer.5.27.3, en teol. (οὐδὲ μιᾶς ἐνεργείας) τὸ ἅγιον πνεῦμα διακεχώρισται Gr.Nyss.Trin.13.19
en v. act. ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός LXX Ge.1.14, cf. 18, ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος LXX Ge.1.6.
3 perf. haber diferencia, ser diferente οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς ... καὶ τὸ ἐριστικῶς ... ποιεῖσθαι ... τοὺς λόγους Pl.Phlb.17a.
4 disiparse ἥ τε ὀδύνη Hp.Vid.Ac.9.