εὔθετος
English (LSJ)
ον, (τίθημι)
A well-arranged, conveniently placed, ὀστέα Hp. Off.15: Comp. -ώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐ. τόπῳ in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag.444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔ. σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th.642 (Sch., εὔκυκλον cod. Med.), Fr.259; εὔ. εἴς τι D.S.2.57; πρός τι Id.5.37; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient... Id.21.21; καιρὸς εὔ. LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57. 2 of persons, well-adapted, εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., εὔθετοι fit and proper persons, PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. -τως, ἔχειν Hp. Fract.23; πρός τι D.S.33.4.
German (Pape)
[Seite 1068] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθετος: -ον, (τίθημι) καλῶς τεθειμένος, τεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόχειρος, Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους (οὕτως ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. σάκος, ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· πρός τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος, τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· πρός τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· ταχύς, ἄξιος, ἱκανός, κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· πρός τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien disposé, bien arrangé ; qui s’adapte bien, convenable.
Étymologie: εὖ, τίθημι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of τίθημι; well placed, i.e. (figuratively) appropriate: fit, meet.