προσηλόω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηλόω Medium diacritics: προσηλόω Low diacritics: προσηλόω Capitals: ΠΡΟΣΗΛΟΩ
Transliteration A: prosēlóō Transliteration B: prosēloō Transliteration C: prosiloo Beta Code: proshlo/w

English (LSJ)

   A nail, rivet, fix to, [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., crucify, Plu.2.206a:—Pass., to be fastened by nails, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = προσπασσαλεύω, D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους LXX 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.    II nail up, τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to be boarded up, SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 764] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ πρός τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσηλόω: καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. προσπασσαλεύω), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 fixer avec des clous, clouer : τί τινι clouer une ch. à une autre ; particul. crucifier;
2 fig. clouer à, attacher à, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἡλόω.

English (Strong)

from πρός and a derivative of ἧλος; to peg to, i.e. spike fast: nail to.