ταχινός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ή, όν, poet. and late Prose for ταχύς, φρένες, ἴουλοι, Theoc.2.7, Call.Jov.56, cf. A.R.2.1044, LXX Wi.13.2, al., 2 Ep.Pet.2.1, Cat.Cod.Astr.1.137, etc.: Sup.
A -ώτατος Arat.289: neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theoc.14.40.
German (Pape)
[Seite 1075] poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς, Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); πόνος, Arab. 1 (Plan. 39); ταχινά, adverbial, = τάχα.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῐνός: ἡ, όν, ποιητ. ἀντὶ ταχύς, Θεόκρ. 2. 7, Καλλ. εἰς Δία 56, κλπ.· ὑπερθετ. ταχινώτατος Ἄρατ. 289· - οὐδ. πληθ. ταχινά, = τάχα, Θεόκρ. 14. 40. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ταχινοί· γοργοί».