ἀμυγδάλη

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγδᾰλη Medium diacritics: ἀμυγδάλη Low diacritics: αμυγδάλη Capitals: ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Transliteration A: amygdálē Transliteration B: amygdalē Transliteration C: amygdali Beta Code: a)mugda/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A almond, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Thphr.HP1.11.3, Dsc.1.123, Ath.2.52c.    II kernel of peach-stone, Gp.10.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδάλη: ἡ, = ἀμύγδαλον, Φρύν. Κωμ. Ἄδηλ. 6, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 52C, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
amande.
Étymologie: DELG terme étranger, sans étymologie.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. ἀμυσγέλα SEG 9.32 (Cirene III a.C.)

• Grafía: graf. ἀμιγ- PNess.3.89.24 (VI a.C.)

• Prosodia: [ᾰ-ᾰ-]
bot.
1 almendra fruto del almendro, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Eup.253, Epich.144, Philyll.26, Pherecr.148, Macho 159, Men.Fr.133, Thphr.HP 1.11.3, AP 6.232 (Crin.), Plin.HN 12.36, Plu.2.233a, PNess.3.89.24 (VI a.C.), Dsc.1.123.
2 almendra, semilla del hueso del melocotón Gp.10.14.1.
3 almendro Dsc.1.123, Plin.HN 16.83, Colum.5.10.20.

• Etimología: Palabra de substrato; cf. la variante ἄμικτον en Hsch.s.u. ἄμυκτον.

Greek Monolingual

ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. megedēl ή magdiēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.