απέναντι

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

(AM ἀπέναντι) επίρρ.
έναντι, αντίκρυ
νεοελλ.
1. ενώπιον, κατά πρόσωπον
2. σε σχέση με («απέναντί μου έδειξε καλοσύνη»)
3. για μερική απόσβεση («έδωσε απέναντι δέκα χιλιάδες»).