ἀντιρροπή
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ,
A counterpoise, Hp.Art.38,39 (v.l. ἀντιρροπίη, as in Gal.18 (1).481).
Greek Monolingual
ἀντιρροπή κ. ἀντιρροπία, η (Α) αντιρρέπω
ισορροπία, συμμετρία.